- ἀναφώνημα
- ἀνα-φώνημα, der Ausruf; Zuruf
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αναφώνημα — ἀναφώνημα, το (AM) αρχ. χαιρετισμός, επευφημία μσν. το τραγούδι … Dictionary of Greek
ἀναφώνημα — acclamation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναφώνηση — αναφώνηση, η και αναφώνημα, το δυνατή φωνή από πόνο, φόβο, έκπληξη κτλ.: Άκουσε την αναφώνηση κι έτρεξε να δει τι συμβαίνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
АНАФОНИМА — [греч. ἀναφώνημα, букв. возглашениe], прием визант. калофонического пения, применявшийся при антифонном исполнении мелизматических обработок псалмовых стихов, гл. обр. праздничного полиелея и непорочных (Пс 118), и заключавшийся во вставке одним… … Православная энциклопедия